κωνόδοντα

κωνόδοντα
τα
(παλαιοντ.) μικροσκοπικά οδοντοειδή απολιθώματα που αποτελούνται από φωσφορικό ασβέστιο και είναι υπολείμματα μικρών θαλάσσιων ασπονδύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. conodonta < αγγλ. con(o)- (< κῶνος) + -odonta < ὀδούς, ὀδόντος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

  • πολυχαίτης — ο, ΝΑ αυτός που έχει πολλή χαίτη, πολλά μαλλιά ως χαίτη νεοελλ. 1. στον πληθ. οι πολυχαίτες και εσφ. τ. πολύχαιτοι ζωολ. ομοταξία θαλάσσιων δακτυλιοσκωλήκων, τών οποίων τα μεταμερή φέρουν πυκνούς θυσάνους από χιτινώδεις σμήριγγες 2. φρ. «υπόθεση… …   Dictionary of Greek

  • λανδέιλου, βαθμίδα — Η τέταρτη, από τη βάση, βαθμίδα πετρωμάτων, στο σύστημα του ορδοβίκιου. Ονομάστηκε έτσι από το πληθυσμιακό κέντρο Λαντέιλ της κομητείας Καρμαρθενσάιρ της Ουαλίας. Προσδιορίστηκε το 1829 από το Ρ. Μάρσισον. Ο τύπος του τομέα αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”